Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

με κανένα τρόπο

  • 1 τρόπος

    ο
    1) способ, приём; образ, манера; путь, средство;

    τρόπος παραγωγής — способ производства;

    με τί τρόπο; — каким образом?;

    με καινούργιο τρόπο — на новый лад, на новый манер;

    με διαφορετικούς τρόπους — на разные лады;

    2) образ, склад, характер;

    τρόπος ζωής ( — или του ζην) — образ жизни;

    τρόπος της σκέψης — образ мыслей;

    3) (материальные) возможности; средства;
    4) муз. лад;

    μείζων (ελάσσων) τρόπος — мажорный (минорный) лад;

    § κατ' αυτόν τον τρόπο — таким образом;

    κατά κάποιο τρόπο — или τρόπον τινά — некоторым образом; — так сказать;

    κατά τον ίδιο τρόπο — равным образом;

    με κανένα τρόπο — или κατ' ούδένα τρόπρν — никоим образом;

    με κάθε τρόπο — или διά παντός τρόπου — любым способом, во что бы то ли стало; — всеми средствами;

    με τρόπο — осторожно, деликатно

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > τρόπος

  • 2 κανένας

    καμ(μ)ιά, κανένα αντων.
    1) (с отриц.) никто, ничто; никакой;

    κανένας δεν είναι — никого нет;

    σε καμιά περίπτωση ни в коем случае;
    με κανένα τρόπο никоим образом;

    κανέν να λείψει απ' το μάθημα — на занятиях должны быть все;

    2) кто-либо, что-либо;
    кто-нибудь, что-нибудь;

    θέλει κανένας να μιλήσει; — хочет ли кто-нибудь выступить?;

    3) около, почти;
    μαζεύτηκαν καμιά (ε1)κοσαριά собралось около двадцати человек;

    υστέρα από κανένα μήνα — примерно через месяц;

    περίμενα κανένα τέταρτο — я ждал около пятнадцати минут;

    4) некий;
    какой-нибудь, какой-либо; καμιά κυρά Κατίνα некая госпожа Катина; § καμιά φορά а) иногда; иной раз; б) никогда;

    ένας καν κανένας — посл, один в поле не воин

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > κανένας

См. также в других словарях:

  • μέτρηση και μέτρο — Στις φυσικές επιστήμες υπάρχει ένας σαφής διαχωρισμός μεταξύ των εννοιών του μέτρου και της μέτρησης ενός μεγέθους. Μέτρηση είναι μια διαδικασία ή ένα σύνολο από διαδικασίες, που επιτρέπει να προσδιορίσουμε την αριθμητική τιμή (δηλαδή το μέτρο)… …   Dictionary of Greek

  • ακαταδέκαστος — ἀκαταδέκαστος, ον (Μ) [*καταδεκάζω] όποιος δεν δεκάζεται με κανένα τρόπο, ανεξαγόραστος, αδωροδόκητος …   Dictionary of Greek

  • αμηχάνευτος — I η, ο (Α ἀμηχάνητος, ον) [μηχανῶμαι] νεοελλ. ο αμηχάνευτος αρχ. αυτός που με κανένα τρόπο δεν επιτυγχάνεται, ακατόρθωτος, δύσκολος. II η, ο [μηχανεύομαι] 1. αυτός που δεν τόν επεξεργάστηκαν με μηχανή ή δεν είναι δεκτικός μηχανικής επεξεργασίας 2 …   Dictionary of Greek

  • Μεγάλης έκρηξης, θεωρία — (Big Bang theory). Ονομασία θεωρίας που αναφέρεται στη γέννηση και στην εξέλιξη του σύμπαντος. Η δημιουργία του τελευταίου περιγράφεται ως προϊόν αρχικά έκρηξης και μετέπειτα διαστολής του. Πριν από περίπου 18 δισεκατομμύρια έτη, ολόκληρο το… …   Dictionary of Greek

  • κουφός, -ή — ό επίρρ. ά 1. αυτός που δεν ακούει. 2. η παροιμία «στου κουφού την πόρτα όσο θέλεις βρόντα» λέγεται για αναίσθητους ή πείσμονες που δε μεταβάλλουν γνώμη με κανένα τρόπο. 3. φρ., «στα κουφά», αθόρυβα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»